Ανάκτορο των Αιγών: “Ήλιος, θάλασσα και πολιτισμός;”
Σε μια χώρα αντιμέτωπη με τις επιπτώσεις του παραθαλάσσιου τουρισμού, η παράδοση του Ανακτόρου των Αιγών στο κοινό στις αρχές του 2024, έπειτα από 15 χρόνια εργασιών,σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής στην αλληλεπίδραση τοπικών κοινωνιών με την ίδια την έννοια του τουρισμού.
Βεργίνα ( Κεντρική Μακεδονία, Ελλάδα)
Με θέα τις καταπράσινες πεδιάδες της Κεντρικής Μακεδονίας, μια ώρα μακριά από την Θεσσαλονίκη, βρίσκονται τα ερείπια της αρχαίας έδρας και καρδιάς ενός βασιλείου που κατέκτησε τον τότε γνωστό κόσμο. Δύο χιλιάδες χρόνια μετά την καταστροφή του, το ανάκτορο που έγινε μάρτυρας στη δολοφονία του Φιλίππου και την στέψη του Μεγάλου Αλεξάνδρου, δεν έχει χάσει το μεγαλείο του.
Τα αναστηλωμένα πια ερείπια του Ανακτόρου ηγούνται της τουριστικής άνθισης σε μια περιοχή η οποία, αν βασιστούμε στο γνωστό σλόγκαν “Ήλιος και Θάλασσα”, αντιπροσωπευτικό του έως τώρα ελληνικού τουριστικού κλάδου, δεν θα έπρεπε να κεντρίζει το ενδιαφέρον ταξιδιωτών λόγω πλήρους απουσίας παραλιών. Μπορεί ο αρχαιολογικός χώρος των Αιγών να αλλάξει τον τρόπο προσέγγισης και προώθησης του ελληνικού τουριστικού προϊόντος, καταφέρνοντας επιτέλους να προσθέσει την λέξη «πολιτισμός» πλάι στο “Ήλιος και Θάλασσα” ;
“Ο Παρθενώνας της Μακεδονίας”
Το Ανάκτορο των Αιγών χτίστηκε κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Φιλίππου Β (359 – 336 π.Χ) και αποτέλεσε το κέντρο του πρόσφατα αναδιοργανωμένου βασιλείου του.
“ Το Ανάκτορο δεν αποτέλεσε κατοικία του βασιλέως αλλά λειτουργούσε ως το σύμβολο της πολιτικής, θρησκευτικής, δικαστικής και στρατιωτικής ισχύος του Φιλίππου” εξηγεί η τέως Έφορος Αρχαιοτήτων Ημαθίας και υπεύθυνη της αναστήλωσης που έδωσε ξανά ζωή στο ανάκτορο, Αγγελική Κοτταρίδη.
Το κτίριο, απλό αλλά ταυτοχρόνως επιβλητικό, εκτείνεται σε μια επιφάνεια 4.000 τ.μ, καθιστώντας το αδιαμφισβήτητα το μεγαλύτερο κτίριο της κλασικής περιόδου που έχει διασωθεί. Με χωρητικότητα που έφτανε τα 8.000 άτομα, λειτουργούσε κυρίως ως η “αυλή” του βασιλέως.
Αξίζει να τονιστεί ότι το Ανάκτορο αποτελεί μία μόνο από τις “ψηφίδες” που συνθέτουν τον Αρχαιολογικό χώρο των Αιγών, Μνημείο Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO από το 1996. Οι Αιγές αποτέλεσαν την αρχική πρωτεύουσα του Βασιλείου της Μακεδονίας και έδρα της Δυναστείας των Τημενιδών. Παρά το γεγονός ότι λίγα σημεία της αρχαίας πόλης (άστι) έχουν ανασκαφεί, τα έως τώρα ευρήματα έχουν υπάρξει εντυπωσιακά, από τον τάφο του Φιλίππου Β, πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, έως το αρχαίο θέατρο των Αιγών όπου δολοφονήθηκε ο Φίλιππος από τον Παυσανία, ένα νεαρό σωματοφύλακα που του είχε αρνηθεί δικαιοσύνη.
Το ανάκτορο καταστράφηκε ολοσχερώς και πυρπολήθηκε το 148 π.Χ, 200 χρόνια μετά την ανέγερση του, από τον Μετέλλο, Ρωμαίο στρατηγό που κατέλυσε το Βασίλειο της Μακεδονίας, αναδιοργανώνοντας το σε επαρχία της Ρωμαϊκής Πολιτείας. Στους αιώνες που ακολούθησαν το ανάκτορο υπήρξε θύμα ληστών οι οποίοι αποσπούσαν μάρμαρα και πέτρες ώστε να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικά υλικά. Υλικά από το ανάκτορο χρησιμοποιήθηκαν εκτενώς και στην ανέγερση της Ορθόδοξης Εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, χτισμένη τον 16ο αιώνα, η οποία αποτελεί κομμάτι του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών.
Ένα τεράστιο αναστηλωτικό project
Ανασκαφές στο σημείο του ανακτόρου ξεκίνησαν το 1865 και συνεχίστηκαν έως τη δεκαετία του 60´, ξεκινώντας εκ νέου το 2007. Για πολλά χρόνια το σημείο αυτό παρέμεινε εγκαταλελειμμένο και απροστάτευτο απέναντι στη φύση.
Φοβούμενη ότι η φθορά θα ήταν σύντομα μη αναστρέψιμη, η αρχαιολόγος Αγγελική Κοτταρίδη και η ομάδα της από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας, ξεκίνησαν την επίπονη διαδικασία σταθεροποίησης, συντήρησης, αναστήλωσης και ανάδειξης του Ανακτόρου των Αιγών. Σε δήλωση της η Λίνα Μενδώνη, Υπουργός Πολιτισμού, υποστήριξε ότι όταν οι εργασίες ξεκίνησαν εκ νέου, αρχαιολογικό υλικό ήταν διασκορπισμένο γύρω από το κέντρο του μνημείου, το οποίο ήταν στην ουσία επίπεδο.
“ Όταν ξεκινήσαμε ήρθαμε αντιμέτωποι με δεκάδες χιλιάδες διασκορπισμένα αρχιτεκτονικά απομεινάρια, ένα τεράστιο παζλ βάσεων από κίονες, επιστυλίων, θραυσμάτων κεραμιδιών και τοίχων” δήλωσε η κ. Κοτταρίδη σε συνέντευξη της στον The Guardian.
Το αναστηλωτικό έργο ξεκίνησε αργά αλλά σταθερά. Από το 2011 άρχισε να γίνεται κατανοητή η αρχική μορφή του Ανακτόρου. Το 2013-14 οι αρχαιολογική ομάδα ξεκίνησε να παρατηρεί ότι η πρώτη κατολίσθηση που οδήγησε στην εγκατάλειψη του άστεως των Αιγών, τον 1ο αιώνα μ.Χ, ήταν ακόμα ενεργή. Ετσι ξεκίνησε μία τεράστια κατασκευαστική και τεχνική προσπάθεια σταθεροποίησης του εδάφους κάτω από το μνημείο, η οποία ολοκληρώθηκε το 2018.
Το τελευταίο στάδιο της αναστήλωσης ξεκίνησε το 2018, συνεχίστηκε εν μέσω της πανδημίας Covid-19, και ολοκληρώθηκε το 2023. Τον Ιανουάριο του 2024 έγιναν τα μεγάλα εγκαίνια του πλέον αναστυλωμένου Ανακτόρου των Αιγών, με τον Πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη να επαινεί την δουλειά της τέως Εφόρου Αγγελικής Κοτταρίδη. Επισήμανε επίσης το μέγεθος της πολιτισμικής και οικονομικής σημασίας του μνημείου για την Κεντρική Μακεδονία, ιδίως για τον νομό Ημαθίας, όπου βρίσκονται οι Αιγές. Τέλος υποστήριξε ότι ο αρχαιολογικός χώρος των Αιγών, αλλά και η Ημαθία, μπορούν να μεταμορφωθούν σε κόμβο εξαιρετικής πολιτιστικής σημασίας, τονίζοντας ότι το αναστηλωτικό έργο και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών μπορούν να μετατρέψουν μια περιοχή με χαμηλή επισκεψιμότητα σε έναν ελκυστικό προορισμό για ταξιδιώτες.
Η αναστήλωση του Ανακτόρου έγινε εφικτή χάρη στη γενναιόδωρη χρηματοδότηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία ανέρχεται στα 20.3 εκατομμύρια ευρώ. Η χρηματοδότηση προήλθε από διαδοχικά προγράμματα ΕΣΠΑ (2007-2014 και 2014-2020). Δημόσια δαπάνη που ανέρχεται σε 10 εκατομμύρια ευρώ εντάχθηκε στο Επιχειρησιακό πρόγραμμα «Ανταγωνιστικότητα, Επιχειρηματικότητα και Καινοτομία» (ΕΠΑΝΕΚ), χρηματοδοτούμενο από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης (ΕΤΠΑ).
Ενισχύοντας τον “εναλλακτικό” τουρισμό
Η Ελλάδα, με τα πανέμορφα νησιά, μαγευτικές παραλίες και γραφικά τοπία, έχει υπάρξει ανέκαθεν ένας από τους πιο δημοφιλείς καλοκαιρινούς τουριστικούς προορισμούς. Κατατάσσεται τρίτη στον κόσμο στη κατηγορία τουρισμού “Ήλιος και Θάλασσα”, ωστόσο οι περισσότεροι ταξιδιώτες επιλέγουν να μείνουν σε “all inclusive” ξενοδοχεία ή στην Αθήνα, παραμελώντας συχνά την επαρχία και τις μικρομεσαίες τουριστικές επιχειρήσεις.
Μολονότι ο τουριστικός κλάδος αποτελεί περίπου το 13-25 % του ελληνικού ΑΕΠ, ανάλογα με την μέθοδο υπολογισμού, τα τελευταία χρόνια ο μαζικός τουρισμός έχει επιδράσει αρνητικά και δυσκολέψει τη ζωή της τοπικής κοινωνίας, ιδίως στην Αθήνα, όπου, οι τιμές ενοικίασης ακινήτων έχουν σημειώσει δραματική άνοδο, εντείνοντας την στεγαστική κρίση που πλήττει αυτή τη στιγμή τη χώρα.
Παρά το γεγονός ότι ο παραθαλάσσιος τουρισμός παραμένει αδιαμφισβήτητα εξαιρετικά δημοφιλής, ολοένα και περισσότεροι ταξιδιώτες αναζητούν μία διαφορετική εμπειρία, επιθυμώντας να δώσουν ένα βαθύτερο νόημα στο ταξίδι τους και να κατανοήσουν καλύτερα τον τόπο που επισκέπτονται. Ο “τουρισμός εμπειρίας” έχει αρχίσει να εμφανίζεται δυναμικά και στην ελληνική αγορά, η οποία, αντιμέτωπη με την ζοφερή πραγματικότητα του υπερτουρισμού και gentrification των γειτονιών της πρωτεύουσας, φαίνεται να προσπαθεί μάλλον απεγνωσμένα να διαφοροποιηθεί.
Η Ημαθία, ο νομός στον οποίο βρίσκεται ο αρχαιολογικός χώρος των Αιγών, δεν υπήρξε ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλής τουριστικός προορισμός λόγω έλλειψης των χαρακτηριστικών που οι περισσότεροι συνδέουν με ένα ταξίδι στην Ελλάδα, δηλαδή θάλασσα, γραφικά νησιά, πολυσύχναστες παραλιες και απέραντα “all inclusive” ξενοδοχεία. Τα τελευταία χρόνια, κυρίως λόγω του αναστηλωτικού έργου στο ανάκτορο αλλά και της γενικότερης αναβάθμισης του αρχαιολογικού χώρου των Αιγών, η Ημαθία έχει δει τον αριθμό επισκεπτών της να αυξάνεται θεαματικά, εγκαθιδρύοντας σιγά σιγά τον εαυτό της ως έναν προορισμό που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τα νησιά του Αιγαίου.
Το Πολυκεντρικό Μουσείο των Αιγών, το οποίο άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό το 2022, είναι ένα από τα έργα που έχουν συνδράμει στην αλλαγή του τρόπου αλληλεπίδρασης της τοπικής κοινότητας, αλλά και της Ημαθίας συνολικά, με την έννοια και σημασία του τουρισμού. Το πανέμορφο και επιβλητικό Πολυκεντρικό Μουσείο λειτουργεί ως η νοηματική πύλη στον ευρύτερο αρχαιολογικό χώρο Αιγών, αποτελούμενος από την Ταφική Συστάδα των Τημενιδών, το Μουσείο των Βασιλικών Τάφων και φυσικά το Ανάκτορο των Αιγών. Η κατασκευή του Μουσείου πραγματοποιήθηκε μέσω διαδοχικών προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Το 2023, το Πολυκεντρικό Μουσείο φιλοξένησε 300.000 επισκέπτες από όλο τον κόσμο, αριθμοί επισκεψιμότητας που, σύμφωνα με την κυρία Κοτταρίδη, συναγωνίζονται αυτούς της Ακρόπολης Αθηνών.
«Τα μνημεία των Αιγών έχουν επιδράσει σημαντικά στην ανάπτυξη ολόκληρης της περιοχής. Ο επισκέπτης του αρχαιολογικού χώρου έχει επίσης την ευκαιρία να έρθει σε επαφή και να απολαύσει το τουριστικό προϊόν που έχει να προσφέρει η περιοχή όπως τοπική κουζίνα, παράδοση, την εξαιρετική ποικιλία ξινόμαυρου οίνου για τον οποίο φημίζεται η Νάουσα αλλά και την φυσική ομορφιά των βουνών, πεδιάδων και νερών της Ημαθίας.» εξηγεί με πάθος ο Νικόλαος Κουτσογιάννης, Δήμαρχος Ηρωικής Πόλης Νάουσας, κατά την διάρκεια της συνέντευξης μας για τους σκοπούς του ρεπορτάζ.
Ο κ. Κουτσογιάννης συνέχισε εξηγώντας λεπτομερώς το “εναλλακτικό” τουριστικό μοντέλο που έχει υιοθετήσει η Ημαθία, ένα μοντέλο που στην ουσία αποσκοπεί στην ανάδειξη της “άλλης” Ελλάδας, αυτής των βουνών, πανέμορφης φύσης, κρυστάλλινων νερών και μοναδικών εμπειριών. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στο κεντρικό σλόγκαν του Δήμου Νάουσας για την τουριστική περίοδο, «Sorry no Beaches», επικοινωνώντας έτσι το γεγονός ότι ο τουριστικός τομέας μπορεί να ανθίσει και σε περιοχές μακριά από τις ακτές.
“ Ο αρχαιολογικός χώρος των Αιγών και η ικανότητα του να προσελκύει επισκέπτες στην Ημαθία είναι συστατικό στοιχείο στη καμπάνια με σκοπό την προώθηση της εναλλακτικής τουριστικής εμπειρίας” προσθέτει ο Δήμαρχος, χαιρετίζοντας με ενθουσιασμό την προθυμία και ικανότητα της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιλέγει έργα που φέρνουν πολλαπλασιαστικά οφέλη σε τοπικές κοινότητες και περιοχές σε ανάγκη.
Ο κ. Κουτσογιάννης τονίζει ότι το αναστηλωτικό έργο του Ανακτόρου των Αιγών αποτελεί το πλέον εξαίρετο παράδειγμα βέλτιστης χρήσης Ευρωπαϊκών πόρων. Είναι επίσης θετικός και ελπιδοφόρος ότι τέτοιου είδους χρηματοδοτικές πρωτοβουλίες και έργα ανάδειξης του πολιτιστικού προϊόντος της χώρας έχουν την δυνατότητα να προσθέσουν την λέξη πολιτισμός στη γνωστή φράση “Ήλιος και Θάλασσα” και να βοηθήσουν στη διαφοροποίηση του τουριστικού τομέα, η οποία κρίνεται πιο απαραίτητη από ποτέ.
Ένα σπουδαίο αλλά ημιτελές έργο;
Μολονότι η παράδοση του αναστηλωμένου Ανακτόρου Αιγών στο κοινό γιορτάστηκε και τιμήθηκε όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά από όλο τον κόσμο, μερικά ερωτήματα και ανησυχίες διατυπώθηκαν γύρω από την εγκυρότητα των ιστορικών στοιχείων που παρουσιάστηκαν από το Υπουργείο Πολιτισμού και την Εφορεία Αρχαιοτήτων Ημαθίας.
Το ελληνικό τμήμα του ICOMOS ( Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τοποθεσιών) κατηγόρησε το Υπουργείο Πολιτισμού για παρουσίαση ατεκμηρίωτων στοιχείων για την περίοδο ανέγερσης του ανακτόρου και έθεσε προβληματισμούς για την υπέρμετρη χρήση νέου υλικού στη αναστηλωτική διαδικασία, επισημαίνοντας επίσης την πλήρη απουσία προσβασιμότητας στο μνημείο.
Σύμφωνα με τον Θεόδωρο “ Archaeostoryteller” Παπακώστα, φημισμένο αρχαιολόγο, podcaster και συγγραφέα “ το αναστηλωτικό έργο στο συγκεκριμένο μνημείο είναι κάτι πολύ πρόσφατο και υπάρχει ήδη τρομερό ενδιαφέρον γύρω του, το οποίο είναι κάτι θετικό, αλλά θα πρέπει να περιμένουμε να δημοσιευτεί η επιστημονική μελέτη που έγινε στα πλαίσια του project αυτού. Προφανώς και ο αρχαιολογικός χώρος του Ανακτόρου έχει πολλά προβλήματα προσβασιμότητας, αλλά δυστυχώς δεν μπορούμε να επιλέξουμε την τοποθεσία αυτών των μνημείων!”
Οταν ο κ. Παπακώστας ρωτήθηκε ποιά ηταν η προσωπική του άποψη για το αναστηλωτικό έργο, απάντησε ενθουσιασμένος ότι “Το Ανάκτορο των Αιγών μπορεί με σιγουριά να φέρει τον πολιτιστικό τουρισμό στο επίπεδο δημοφιλίας που απολαμβάνει ο τουρισμός Ήλιος και Θάλασσα. Κρίνεται απαραίτητο πια να υπάρχουν τέτοιες πρωτοβουλίες σε όλη την Ελλάδα, από την πρωτεύουσα έως τις πιο απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, καθώς κάθε μέρος αυτού του τόπου έχει μοναδικά μνημεία και τόπους πολιτιστικού ενδιαφέροντος που οφείλουμε να προστατέψουμε και να αναδείξουμε”